- ἐντολέα
- ἐντολέᾱ , ἐντολεύςagentmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… … Dictionary of Greek
CASTRENSES Ministri — apud Ael. Lamptid. in Alexandre Severo, c. 41. Aulicum ministerium in id comraxit ita ut annonas, non dignitatem, acciperent fullones et vestitores et pictores et pincoptae, omites Castrenses Ministri, quemadmodum, etc. lidem cum Aulicis… … Hofmann J. Lexicon universale
αντίκλητος — ο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να παραλαμβάνει ως εκπρόσωπος άλλου τα διαδικαστικά έγγραφα που επιδίδονται στον εντολέα του … Dictionary of Greek
εντολοδόχος — ο, η 1. αυτός που ενεργεί με εντολή άλλου. 2. (νομ.), αυτός που αναλαβαίνει την εκτέλεση εντολής που του ανατέθηκε από τον εντολέα με δικαστική πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)